- αιμοφιλία
- Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι ενδοαρθρικές (αίμαρθρο), που είναι πολύ συχνές στους αιμοφιλικούς, οφείλονται σε τραυματική ενέργεια. Η πάθηση οφείλεται σε έλλειψη ορισμένων παραγόντων του πλάσματος, που συμμετέχουν στην πήξη του αίματος. Ανάλογα με τον παράγοντα που λείπει διακρίνονται τρεις τύποι α.: Α,Β και Γ. Η α. Α, η πιο συχνή και γνωστή, που οφείλεται στην έλλειψη της αντιαιμοφιλικής σφαιρίνης (παράγοντας AHG), μεταδίδεται ως υπολειπόμενος χαρακτήρας ο οποίος συνδέεται με το χρωματόσωμα που καθορίζει το φύλο: προσβάλλονται οι άντρες χωρίς να μεταβιβάζουν την πάθηση, ενώ οι γυναίκες μεταβιβάζουν την πάθηση χωρίς οι ίδιες να πάσχουν από αυτή. Η κληρονομικότητα είναι σταθερή· σε μερικές αιμοφιλικές οικογένειες η μετάδοση της νόσου έχει αποδειχτεί και πέρα από την έκτη γενιά. Η α. Β, οφείλεται σε έλλειψη του παράγοντα IXPTC και μεταδίδεται κατά τον ίδιο τρόπο με την Α, ενώ η α. Γ (έλλειψη του παράγοντα ΡΤΑ) κληρονομείται ως κυριαρχών χαρακτήρας, που δεν συνδέεται με το φύλο, και γι’ αυτό η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και στις γυναίκες.
Η μόνη αποτελεσματική θεραπευτική βοήθεια επιτυγχάνεται με μεταγγίσεις πρόσφατου αίματος ή πλάσματος που έχει αποξηρανθεί κάτω από κατάλληλες συνθήκες, ώστε να έχει διατηρηθεί η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη ή, ακόμα καλύτερα, παρασκευασμάτων πλάσματος που έχουν εμπλουτιστεί με αντιαιμοφιλική σφαιρίνη, η οποία είναι ο παράγοντας που σπανίζει στην α. τύπου Α.
Υπερφυγόκεντρος για την ανάλυση του πλάσματος που χρησιμοποιείται και για τη διάγνωση αιμοφυλίας.
* * *η Ιατρ.κληρονομική τάση για υπερβολική αιμορραγία, που προκαλείται από εγγενή έλλειψη μιας ουσίας απαραίτητης για την πήξη τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < hemophilia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φιλία < φίλος].
Dictionary of Greek. 2013.